- σατραπισμός
- ο, Νσυμπεριφορά ή ενέργεια που αρμόζει σε σατράπη («ο σατραπισμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό τού καινούργιου διοικητή»).[ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ιωάνν. Α. Σούτσο)].
Dictionary of Greek. 2013.